φλόκος — φλόκος, ο και φλοκός, ο (λ. ιταλ.), τριγωνικό καραβόπανο του ιστού που προεξέχει από την πλώρη πλοίου, ειδικά το μεσαίο που είναι και το μεγαλύτερο, ο αρτέμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
αρτέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μηχανικός από τις Κλαζομενές (5ος αι. π.Χ.). Σύγχρονος του Περικλή, τον ακολούθησε στην εκστρατεία της Σάμου, όπου ανακάλυψε και εφάρμοσε πολλά είδη πολιορκητικών μηχανών. Τον έλεγαν περιφόρητον, γιατί παρίστανε τον … Dictionary of Greek
ρεσπέτος — η, ο, Ν ναυτ. (για εξαρτήματα πλοίου) αυτός που προορίζεται για την αντικατάσταση άλλου που έχει χαθεί ή φθαρεί, ανταλλακτικός («ρεσπέτος φλόκος») … Dictionary of Greek
αρτέμονας — ο το πανί φλόκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)